- ωδικός
- -ή, -ό / ᾠδικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [ᾠδή]ο επιδέξιος, ο ικανός στο να τραγουδάνεοελλ.1. το θηλ. ως ουσ. η ωδικήα) η τέχνη τού τραγουδιούβ) το μάθημα τής φωνητικής μουσικής2. φρ. «ωδικά πτηνά» — πτηνά που έχουν μελωδική φωνήαρχ.το αρσ. ως ουσ. ὁ ᾠδικόςο μουσικός.επίρρ...ωδικώς /ᾠδικῶς, ΝΜΑκατά τρόπο ωδικό.
Dictionary of Greek. 2013.